αγράμπελη

αγράμπελη
η дикое вьющееся растение

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "αγράμπελη" в других словарях:

  • αγράμπελη — Κοινή ονομασία φυτών του γένους κληματίδα της οικογένειας ρανουγκουλιδών ή βατραχιδών. Αριθμεί 160 είδη, αειθαλή και φυλλοβόλα, αναρριχώμενα, που απαντώνται σε όλο τον κόσμο. Στην Ελλάδα αυτοφύονται 7 είδη, από τα οποία δύο (κληματίδα η… …   Dictionary of Greek

  • αγράμπελη — η το φυτό κληματίδα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αγριαμπελίδα — η βλ. αγράμπελη …   Dictionary of Greek

  • αγριαμπελιά — και αγραμπελιά, η η αγράμπελη*. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγριο + αμπελιά] …   Dictionary of Greek

  • αμπελίδα — Πτηνό της οικογένειας των αμπελιδών, της τάξης των στρουθιομόρφων, που ζει σε μικρές ομάδες στις δασώδεις περιοχές των βόρειων χωρών της Ευρώπης και της Ασίας. Επιστημονικά λέγεται αμπελίς ή βομβυκίλλη η φλύαρος.Στο κεφάλι της έχει ένα… …   Dictionary of Greek

  • αμπελίνα — η [αμπέλινος] η αγράμπελη* …   Dictionary of Greek

  • κληματίδα — Βλ. λ. αγράμπελη. * * * η (AM κληματίς, ίδος) 1. μικρός κλάδος κλήματος αμπέλου, κληματόβεργα, κληματσίδα 2. κάθε φυτό κληματώδες και αναρριχητικό, όπως η άμπελος, ο κισσός, το αγιόκλημα κ.λπ. νεοελλ. βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής… …   Dictionary of Greek

  • μυριανθισμένος — η, ο (για φυτά) αυτός που βρίσκεται σε πλήρη άνθηση, ο κατάφορτος από άνθη, ο ολάνθιστος («λέγ η αγράμπελη μυριανθισμένη στον άγριο πλάτανο, που τη θωρεί», Βαλαωρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο) * + ανθισμένος] …   Dictionary of Greek

  • χαλαδρομιά — η, Ν βοτ. άλλη κοινή ονομασία τού φυτού αγράμπελη. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για τ. διαλ. προελεύσεως] …   Dictionary of Greek

  • Ζούπαντσιτς, Ότο — (Oton Zupancic, Βίνιτσε 1878 – Λουμπλιάνα 1949). Σλοβένος ποιητής. Μετά τις σπουδές του στο Νόβο Μέστο, στη Λουμπλιάνα και στη Βιέννη, έκανε πολλά ταξίδια που τον έφεραν σε άμεση επαφή και γνωριμία με τα νεότερα λογοτεχνικά κινήματα της Ευρώπης.… …   Dictionary of Greek

  • πλάτανος — πλάτανος, ο και πλατάνι, το το γνωστό δέντρο που φυτρώνει και ευδοκιμεί σε υγρά μέρη: Λέει η αγράμπελη μυριανθισμένη στον άγριο πλάτανο που τη θωρεί (Βαλαωρίτης) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»